- κατακεραυνώ
- (AM κατακεραυνῶ, -όω)βλ. κατακεραυνώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακεραυνώνω — και κατακεραυνώ (AM κατακεραυνῶ, όω) χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ νεοελλ. μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άφωνος, άναυδος, τόν αποσβολώνω … Dictionary of Greek